- ἔπακτον
- ἐπακτόςbrought inmasc/fem acc sgἐπακτόςbrought inneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπακτόν — ἐπακτός brought in masc/fem acc sg ἐπακτός brought in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επακτός — ή, ό (Α ἐπακτός, ή, όν και ός, όν) νεοελλ. 1. ανατ. «επακτά οστά» βλ. επακταία οστά 2. βοτ. «επακτά όργανα» τα όργανα τών φυτών, που αποτελούνται από τελείως διαμορφωμένους ιστούς, όπως π.χ. οι παραφυάδες νεοελλ. αρχ. «επακτός όρκος» αυτός που… … Dictionary of Greek
насильныи — 1 (9) пр. 1.Насильственный: ибо не по(д)баеть сѹщихъ нѣкомѹ работь. насильньими [так!] зако||ньи погѹблѧти. (τῶν γενικῶν!) КР 1284, 318б–в; никтоже възлюблении. насильно мьни сие. и безъчл҃вчьно. (ὠμότητоς) ПНЧ XIV, 170б; Насильно ѹчениѥ не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ποιμένας — ο / ποιμήν, ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α 1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός 2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Χριστού) πνευματικός αρχηγός,… … Dictionary of Greek
συμφυής — ές, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμφυής και τ. ουδ. στον πληθ. συμφυᾱ, Α [συμφύω] 1. σύμφυτος 2. έμφυτος, εγγενής νεοελλ. φρ. «συμφυής νόσος» ιατρ. συγγενής νόσος αρχ. 1. φυσικός («ὕδωρ... εἴτ ἐπακτὸν εἴτε συμφυές», Αριστοτ.) 2. προσαρμοσμένος από τη φύση… … Dictionary of Greek